- Τεμπείτης
- Τεμπ-είτης, ου, ὁ,A dweller in the vale of Tempe,
Ἄπλουνι Τεμπείτᾳ IG9(2).1034
(Gyrton, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἄπλουνι Τεμπείτᾳ IG9(2).1034
(Gyrton, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεμπείτης — ὁ, Α αυτός που κατοικεί στην κοιλάδα τών Τεμπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμπεα + επίθημα ίτης (πρβλ. Τμωλ ίτης)] … Dictionary of Greek